ταναύπους

ταναύπους
και τανύπους και τανάFπους, -οδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει λεπτά και μακριά πόδια ή αυτός που περπατάει κάνοντας μεγάλα βήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ταναύ-πους (αντί *ταναόπους) < ταναός* «επιμήκης» (με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό, -αυ- αντί -αο-, που οφείλεται πιθ. σε βοιωτική αντιπροσώπευση τών -αο- σε -αυ-), ενώ ο τ. τανύ-πους < θ. τανυ- τού ρ. τάνυμαι βλ. λ. + πούς, ποδός (πρβλ. πολύ-πους)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταναύποδα — ταναύπους stretching the feet neut nom/voc/acc pl ταναύπους stretching the feet masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναύποδας — ταναύπους stretching the feet masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναύποδες — ταναύπους stretching the feet masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναύποδος — ταναύπους stretching the feet masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναύποδ' — ταναύποδα , ταναύπους stretching the feet neut nom/voc/acc pl ταναύποδα , ταναύπους stretching the feet masc/fem acc sg ταναύποδι , ταναύπους stretching the feet masc/fem/neut dat sg ταναύποδε , ταναύπους stretching the feet masc/fem/neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • τανύπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α βλ. ταναύπους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”